- εχινίσκος
- ἐχινίσκος, ὁ (Α) [εχίνος]1. μέρος τού αφτιού («ἡ περὶ τῇ κυψέλῃ κοιλότης», Πολυδ.)2. μαγειρικό σκεύος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχινίσκος — hollow of the ear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχινίσκους — ἐχινίσκος hollow of the ear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)